Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ràtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈratto]

(topo) ο αρουραίος

ràtto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈratto]

1 ταχύς
2 γρήγορος
3 ακαριαίος
4 αστραπιαίος

ràtto  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈratto]

1 γρήγορα
2 ακαριαία
3 αστραπιαία
4 ταχέως


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rattizzare rattoppare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rato (επίθ.)
rattenere (ρ. μτβ.)
rattenersi (ρ. μ. αμτβ.)
rattezza (θηλ.ουσ)
rattizzare (ρ. μτβ.)
ratto (ουσ αρσ )
ratto (επίθ.)
ratto (επίρ.)
rattoppare (ρ. μτβ.)
rattoppato (επίθ.)
rattoppatura (θηλ.ουσ)
rattoppo (ουσ αρσ )
rattrappimento (ουσ αρσ )
rattrappire (ρ. μτβ.)
rattrappirsi (ρ. μ. αμτβ.)
rattrappito (επίθ.)
rattristante (επίθ.)
rattristare (ρ. μτβ.)
rattristarsi (ρ.μ. (αντων.))
rattristato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---