ràtto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈratto]
(topo) ο αρουραίος
ràtto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈratto]
1 ταχύς
2 γρήγορος
3 ακαριαίος
4 αστραπιαίος
ràtto
επίρρημα
Προσφορά I.P.A.: [ˈratto]
1 γρήγορα
2 ακαριαία
3 αστραπιαία
4 ταχέως
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈratto]
(topo) ο αρουραίος
ràtto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈratto]
1 ταχύς
2 γρήγορος
3 ακαριαίος
4 αστραπιαίος
ràtto
επίρρημα
Προσφορά I.P.A.: [ˈratto]
1 γρήγορα
2 ακαριαία
3 αστραπιαία
4 ταχέως
permalink
ratto (ουσ αρσ )
ratto (επίθ.)
ratto (επίρ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android