Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rattristàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rattrisˈtato]

1 θλιμμένος
2 λυπημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rattristarsi raucamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rattrappirsi (ρ. μ. αμτβ.)
rattrappito (επίθ.)
rattristante (επίθ.)
rattristare (ρ. μτβ.)
rattristarsi (ρ.μ. (αντων.))
rattristato (επίθ.)
raucamente (επίρ.)
raucedine (θηλ.ουσ)
rauco (επίθ.)
ravanello (ουσ αρσ )
ravennate (ουσ αρσ )
ravennate (επίθ.)
raviolo (ουσ αρσ )
ravizzone (ουσ αρσ )
ravvalorare (ρ. μτβ.)
ravvedersi (ρ. μ. αμτβ.)
ravvedimento (ουσ αρσ )
ravveduto (επίθ.)
ravviamento (ουσ αρσ )
ravviare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---