Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ravizzóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ravitˈtsone]

ελαιοκράμβη brassica napus oleifera


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  raviolo ravvalorare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rauco (επίθ.)
ravanello (ουσ αρσ )
ravennate (ουσ αρσ )
ravennate (επίθ.)
raviolo (ουσ αρσ )
ravizzone (ουσ αρσ )
ravvalorare (ρ. μτβ.)
ravvedersi (ρ. μ. αμτβ.)
ravvedimento (ουσ αρσ )
ravveduto (επίθ.)
ravviamento (ουσ αρσ )
ravviare (ρ. μτβ.)
ravviarsi (ρ.μ. (αντων.))
ravviata (θηλ.ουσ)
ravvicinamento (ουσ αρσ )
ravvicinare (ρ. μτβ.)
ravvicinarsi (ρ.μ. (αντων.))
ravviluppare (ρ. μτβ.)
ravvilupparsi (ρ.μ. (αντων.))
ravvisabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---