Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ravvicinàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ravviʧiˈnare]

1 φιλιώνω
2 τακτοποιώ
3 ειρηνεύω
4 αγαπίζω
5 φέρνω πιο κοντά
6 εναρμονίζω
7 συμφιλιώνω
8 πλησιάζω
9 μονοιάζω
10 αδελφώνω

ravvicinarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ravviʧiˈnarsi]

1 πλησιάζω ξανά
2 συμφιλιώνομαι
3 έρχομαι πιο κοντά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ravvicinamento ravviluppare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ravviamento (ουσ αρσ )
ravviare (ρ. μτβ.)
ravviarsi (ρ.μ. (αντων.))
ravviata (θηλ.ουσ)
ravvicinamento (ουσ αρσ )
ravvicinare (ρ. μτβ.)
ravvicinarsi (ρ.μ. (αντων.))
ravviluppare (ρ. μτβ.)
ravvilupparsi (ρ.μ. (αντων.))
ravvisabile (επίθ.)
ravvisare (ρ. μτβ.)
ravvivamento (ουσ αρσ )
ravvivante (επίθ.)
ravvivare (ρ. μτβ.)
ravvivarsi (ρ.μ. (αντων.))
ravvivatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ravvolgere (ρ. μτβ.)
ravvolgersi (ρ.μ. (αντων.))
ravvolgimento (ουσ αρσ )
ravvolto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---