Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ravvòlto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ravˈvɔlto]

1 ελικοειδής
2 περίπλοκος
3 αξετύλιχτος
4 περιτυλιγμένος
5 μπλεγμένος
6 σύνθετος
7 τυλιγμένος
8 πολύπλοκος
9 τυλιχτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ravvolgimento ravvoltolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ravvivarsi (ρ.μ. (αντων.))
ravvivatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ravvolgere (ρ. μτβ.)
ravvolgersi (ρ.μ. (αντων.))
ravvolgimento (ουσ αρσ )
ravvolto (επίθ.)
ravvoltolare (ρ. μτβ.)
ravvoltolarsi (ρ.μ. (αντων.))
rayon (ουσ αρσ )
raziocinante (επίθ.)
raziocinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raziocinativo (επίθ.)
raziocinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
raziocinio (ουσ αρσ )
razionale (ουσ αρσ )
razionale (επίθ.)
razionalismo (ουσ αρσ )
razionalista (ουσ αρσ και θηλ.)
razionalistico (επίθ.)
razionalità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---