Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ravvoltolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ravvoltoˈlare]

1 περιτυλίγω
2 τυλίγω

ravvoltolarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ravvoltoˈlarsi]

1 τυλίγομαι
2 τσουλώ
3 κυλώ
4 περιτυλίγομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ravvolto rayon  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ravvivatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ravvolgere (ρ. μτβ.)
ravvolgersi (ρ.μ. (αντων.))
ravvolgimento (ουσ αρσ )
ravvolto (επίθ.)
ravvoltolare (ρ. μτβ.)
ravvoltolarsi (ρ.μ. (αντων.))
rayon (ουσ αρσ )
raziocinante (επίθ.)
raziocinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raziocinativo (επίθ.)
raziocinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
raziocinio (ουσ αρσ )
razionale (ουσ αρσ )
razionale (επίθ.)
razionalismo (ουσ αρσ )
razionalista (ουσ αρσ και θηλ.)
razionalistico (επίθ.)
razionalità (θηλ.ουσ)
razionalizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---