Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


raziocìnio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rattsjoˈʧinjo]

1 λογική
2 διαδικασία ακρίβειας στη σκέψη
3 ικανότητα για λογική σκέψη
4 εκλογίκευση
5 γνώση
6 κρίση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  raziocinatore razionale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rayon (ουσ αρσ )
raziocinante (επίθ.)
raziocinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raziocinativo (επίθ.)
raziocinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
raziocinio (ουσ αρσ )
razionale (ουσ αρσ )
razionale (επίθ.)
razionalismo (ουσ αρσ )
razionalista (ουσ αρσ και θηλ.)
razionalistico (επίθ.)
razionalità (θηλ.ουσ)
razionalizzare (ρ. μτβ.)
razionalizzazione (θηλ.ουσ)
razionalmente (επίρ.)
razionamento (ουσ αρσ )
razionare (ρ. μτβ.)
razione (θηλ.ουσ)
razza (θηλ.ουσ)
razzatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---