Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


razionalizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rattsjonaliddzatˈtsjone]

1 εκλογίκευση
2 λογική αιτιολόγηση
3 ορθολογική οργάνωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  razionalizzare razionalmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

razionalismo (ουσ αρσ )
razionalista (ουσ αρσ και θηλ.)
razionalistico (επίθ.)
razionalità (θηλ.ουσ)
razionalizzare (ρ. μτβ.)
razionalizzazione (θηλ.ουσ)
razionalmente (επίρ.)
razionamento (ουσ αρσ )
razionare (ρ. μτβ.)
razione (θηλ.ουσ)
razza (θηλ.ουσ)
razzatore (ουσ αρσ )
razzia (θηλ.ουσ)
razziale (επίθ.)
razziare (ρ. μτβ.)
razziatore (ουσ αρσ )
razzismo (ουσ αρσ )
razzista (ουσ αρσ και θηλ.)
razzista (επίθ.)
razzistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---