Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


razziàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rattsiˈare]

1 διαγουμίζω
2 λαφυραγωγώ
3 κάνω επιδρομή
4 κουρσεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  razziale razziatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

razione (θηλ.ουσ)
razza (θηλ.ουσ)
razzatore (ουσ αρσ )
razzia (θηλ.ουσ)
razziale (επίθ.)
razziare (ρ. μτβ.)
razziatore (ουσ αρσ )
razzismo (ουσ αρσ )
razzista (ουσ αρσ και θηλ.)
razzista (επίθ.)
razzistico (επίθ.)
razzo (ουσ αρσ )
razzolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
razzolata (θηλ.ουσ)
razzolatura (θηλ.ουσ)
razzolio (ουσ αρσ )
razzumaglia (θηλ.ουσ)
re (ουσ αρσ )
reagente (ουσ αρσ )
reagente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---