Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ràzzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈraddzo]

η ρουκέτα, ο πύραυλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  razzistico razzolare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


razzo [αρσ.] di segnalazione = οι φωτοβολίδες [f.]


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

razziatore (ουσ αρσ )
razzismo (ουσ αρσ )
razzista (ουσ αρσ και θηλ.)
razzista (επίθ.)
razzistico (επίθ.)
razzo (ουσ αρσ )
razzolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
razzolata (θηλ.ουσ)
razzolatura (θηλ.ουσ)
razzolio (ουσ αρσ )
razzumaglia (θηλ.ουσ)
re (ουσ αρσ )
reagente (ουσ αρσ )
reagente (επίθ.)
reagire (ρ.αμτβ.)
reale (ουσ αρσ )
reale (επίθ.)
realgar (ουσ αρσ )
realismo (ουσ αρσ )
realista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---