ItalianoGreco


ràzzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈraddzo]

η ρουκέτα, ο πύραυλος


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


razzo [αρσ.] di segnalazione = οι φωτοβολίδες [f.]



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---