Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


realìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [reaˈlizmo]

1 πραγματοκρατία
2 πραγματολογία
3 ρεαλισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  realgar realista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

reagente (επίθ.)
reagire (ρ.αμτβ.)
reale (ουσ αρσ )
reale (επίθ.)
realgar (ουσ αρσ )
realismo (ουσ αρσ )
realista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
realisticamente (επίρ.)
realistico (επίθ.)
realizzabile (επίθ.)
realizzabilità (θηλ.ουσ)
realizzare (ρ. μτβ.)
realizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
realizzatore (ουσ αρσ )
realizzazione (θηλ.ουσ)
realizzo (ουσ αρσ )
realmente (επίρ.)
realpolitik (θηλ.ουσ)
realtà (θηλ.ουσ)
reato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---