Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


realìzzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [reaˈliddzo]

1 μετατροπή σε χρήμα
2 ρευστοποίηση
3 πραγματοποίηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  realizzazione realmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

realizzabilità (θηλ.ουσ)
realizzare (ρ. μτβ.)
realizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
realizzatore (ουσ αρσ )
realizzazione (θηλ.ουσ)
realizzo (ουσ αρσ )
realmente (επίρ.)
realpolitik (θηλ.ουσ)
realtà (θηλ.ουσ)
reato (ουσ αρσ )
reattanza (θηλ.ουσ)
reattività (θηλ.ουσ)
reattivo (ουσ αρσ )
reattivo (επίθ.)
reattore (ουσ αρσ )
reazionario (αρσ. επίθ και ουσ)
reazionarismo (ουσ αρσ )
reazione (θηλ.ουσ)
rebbiare (ρ. μτβ.)
rebbiata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---