Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόreattività
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [reattiviˈta] 1 αντίδραση 2 ικανότητα αντίδρασης 3 αντενέργεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |