Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rébbio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrebbjo]

1 δόντι πιρουνιού
2 κλάδος κέρατος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rebbiata reboante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

reazionario (αρσ. επίθ και ουσ)
reazionarismo (ουσ αρσ )
reazione (θηλ.ουσ)
rebbiare (ρ. μτβ.)
rebbiata (θηλ.ουσ)
rebbio (ουσ αρσ )
reboante (επίθ.)
rebus (ουσ αρσ )
recapitare (ρ. μτβ.)
recapito (ουσ αρσ )
recare (ρ. μτβ.)
recarsi (ρ.μ. (αντων.))
recedere (ρ.αμτβ.)
recensione (θηλ.ουσ)
recensire (ρ. μτβ.)
recensore (ουσ αρσ )
recente (επίθ.)
recentemente (επίρ.)
recentissime (θηλ.ουσ)
recepire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---