Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


recàpito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [reˈkapito]

(indirizzo) η διεύθυνση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  recapitare recare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rebbiata (θηλ.ουσ)
rebbio (ουσ αρσ )
reboante (επίθ.)
rebus (ουσ αρσ )
recapitare (ρ. μτβ.)
recapito (ουσ αρσ )
recare (ρ. μτβ.)
recarsi (ρ.μ. (αντων.))
recedere (ρ.αμτβ.)
recensione (θηλ.ουσ)
recensire (ρ. μτβ.)
recensore (ουσ αρσ )
recente (επίθ.)
recentemente (επίρ.)
recentissime (θηλ.ουσ)
recepire (ρ. μτβ.)
reception (θηλ.ουσ)
recere (ρ. μτβ.)
recessione (θηλ.ουσ)
recessività (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---