Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


recessióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [reʧesˈsjone]

1 δυσπραγία
2 υποχώρηση
3 ύφεση οικονομική


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  recere recessività  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

recentemente (επίρ.)
recentissime (θηλ.ουσ)
recepire (ρ. μτβ.)
reception (θηλ.ουσ)
recere (ρ. μτβ.)
recessione (θηλ.ουσ)
recessività (θηλ.ουσ)
recessivo (επίθ.)
recesso (ουσ αρσ )
recettore (αρσ. επίθ και ουσ)
recidere (ρ. μτβ.)
recidiva (θηλ.ουσ)
recidivare (ρ.αμτβ.)
recidività (θηλ.ουσ)
recidivo (επίθ.)
recingere (ρ. μτβ.)
recintare (ρ. μτβ.)
recinto (ουσ αρσ )
recinzione (θηλ.ουσ)
recipiente (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---