Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrecessióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [reʧesˈsjone] 1 δυσπραγία 2 υποχώρηση 3 ύφεση οικονομική permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |