Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


recidìva  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [reʧiˈdiva]

1 επανάληψη εγκληματικής δράσης
2 υποτροπή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  recidere recidivare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

recessività (θηλ.ουσ)
recessivo (επίθ.)
recesso (ουσ αρσ )
recettore (αρσ. επίθ και ουσ)
recidere (ρ. μτβ.)
recidiva (θηλ.ουσ)
recidivare (ρ.αμτβ.)
recidività (θηλ.ουσ)
recidivo (επίθ.)
recingere (ρ. μτβ.)
recintare (ρ. μτβ.)
recinto (ουσ αρσ )
recinzione (θηλ.ουσ)
recipiente (ουσ αρσ )
reciprocamente (επίρ.)
reciprocanza (θηλ.ουσ)
reciprocare (ρ. μτβ.)
reciprocità (θηλ.ουσ)
reciproco (ουσ αρσ )
reciproco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---