Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


recìproco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [reˈʧiproko]

αντίστροφο κλάσμα

recìproco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [reˈʧiproko]

αμοιβαίος (-α, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  reciprocità recisamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

recipiente (ουσ αρσ )
reciprocamente (επίρ.)
reciprocanza (θηλ.ουσ)
reciprocare (ρ. μτβ.)
reciprocità (θηλ.ουσ)
reciproco (ουσ αρσ )
reciproco (επίθ.)
recisamente (επίρ.)
recisione (θηλ.ουσ)
reciso (επίθ.)
recisura (θηλ.ουσ)
recita (θηλ.ουσ)
recitabile (επίθ.)
recitante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
recitare (ρ.αμτβ.)
recitare (ρ. μτβ.)
recitativo (αρσ. επίθ και ουσ)
recitatore (ουσ αρσ )
recitazione (θηλ.ουσ)
reclamante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---