Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


recisióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [reʧiˈzjone]

1 κοφτή αντίδραση
2 σκαιότητα
3 χειρουργική αφαίρεση οργάνου
4 απόκοψη
5 τραχύτητα
6 αποκοπή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  recisamente reciso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

reciprocare (ρ. μτβ.)
reciprocità (θηλ.ουσ)
reciproco (ουσ αρσ )
reciproco (επίθ.)
recisamente (επίρ.)
recisione (θηλ.ουσ)
reciso (επίθ.)
recisura (θηλ.ουσ)
recita (θηλ.ουσ)
recitabile (επίθ.)
recitante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
recitare (ρ.αμτβ.)
recitare (ρ. μτβ.)
recitativo (αρσ. επίθ και ουσ)
recitatore (ουσ αρσ )
recitazione (θηλ.ουσ)
reclamante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
reclamare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
reclame (θηλ. επίθ και ουσ)
reclamista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---