Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


reciprocità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [reʧiproʧiˈta]

1 διαμοιβή
2 αμοιβαιότητα
3 ανταποδοτικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  reciprocare reciproco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

recinzione (θηλ.ουσ)
recipiente (ουσ αρσ )
reciprocamente (επίρ.)
reciprocanza (θηλ.ουσ)
reciprocare (ρ. μτβ.)
reciprocità (θηλ.ουσ)
reciproco (ουσ αρσ )
reciproco (επίθ.)
recisamente (επίρ.)
recisione (θηλ.ουσ)
reciso (επίθ.)
recisura (θηλ.ουσ)
recita (θηλ.ουσ)
recitabile (επίθ.)
recitante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
recitare (ρ.αμτβ.)
recitare (ρ. μτβ.)
recitativo (αρσ. επίθ και ουσ)
recitatore (ουσ αρσ )
recitazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---