Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


recitatìvo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [reʧitaˈtivo]

1 ρετσιτατίβο
2 ρυθμική αφήγηση
3 απαγγελία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  recitare recitatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

recita (θηλ.ουσ)
recitabile (επίθ.)
recitante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
recitare (ρ.αμτβ.)
recitare (ρ. μτβ.)
recitativo (αρσ. επίθ και ουσ)
recitatore (ουσ αρσ )
recitazione (θηλ.ουσ)
reclamante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
reclamare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
reclame (θηλ. επίθ και ουσ)
reclamista (ουσ αρσ και θηλ.)
reclamistico (επίθ.)
reclamizzare (ρ. μτβ.)
reclamo (ουσ αρσ )
reclinabile (επίθ.)
reclinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
reclinato (επίθ.)
reclino (επίθ.)
recludere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---