Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


recènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [reˈʧɛnte]

πρόσφατος (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  recensore recentemente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

recarsi (ρ.μ. (αντων.))
recedere (ρ.αμτβ.)
recensione (θηλ.ουσ)
recensire (ρ. μτβ.)
recensore (ουσ αρσ )
recente (επίθ.)
recentemente (επίρ.)
recentissime (θηλ.ουσ)
recepire (ρ. μτβ.)
reception (θηλ.ουσ)
recere (ρ. μτβ.)
recessione (θηλ.ουσ)
recessività (θηλ.ουσ)
recessivo (επίθ.)
recesso (ουσ αρσ )
recettore (αρσ. επίθ και ουσ)
recidere (ρ. μτβ.)
recidiva (θηλ.ουσ)
recidivare (ρ.αμτβ.)
recidività (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---