Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


reattìvo
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [reatˈtivo]

1 αντιδραστήριο
2 ψυχολογικό τεστ

reattìvo
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [reatˈtivo]

1 αντιδρών
2 ο της χημικής αντίδρασης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  reattività reattore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

realpolitik (θηλ.ουσ)
realtà (θηλ.ουσ)
reato (ουσ αρσ )
reattanza (θηλ.ουσ)
reattività (θηλ.ουσ)
reattivo (ουσ αρσ )
reattivo (επίθ.)
reattore (ουσ αρσ )
reazionario (αρσ. επίθ και ουσ)
reazionarismo (ουσ αρσ )
reazione (θηλ.ουσ)
rebbiare (ρ. μτβ.)
rebbiata (θηλ.ουσ)
rebbio (ουσ αρσ )
reboante (επίθ.)
rebus (ουσ αρσ )
recapitare (ρ. μτβ.)
recapito (ουσ αρσ )
recare (ρ. μτβ.)
recarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---