Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόreàle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [reˈale] 1 ρεάλι 2 μέλος βασιλικής οικογένειας 3 πραγματικότητα reàle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [reˈale] 1 (vero) πραγματικός (-ή, -ό) 2 (regale) βασιλικός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpalazzo [αρσ.] reale = το ανάκτορο, το παλάτι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |