Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


razziatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rattsjaˈtore]

1 διαγουμιστής
2 λαφυραγωγός
3 πλιατσικολόγος
4 επιδρομέας
5 κουρσευτής
6 εισβολέας
7 ληστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  razziare razzismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

razza (θηλ.ουσ)
razzatore (ουσ αρσ )
razzia (θηλ.ουσ)
razziale (επίθ.)
razziare (ρ. μτβ.)
razziatore (ουσ αρσ )
razzismo (ουσ αρσ )
razzista (ουσ αρσ και θηλ.)
razzista (επίθ.)
razzistico (επίθ.)
razzo (ουσ αρσ )
razzolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
razzolata (θηλ.ουσ)
razzolatura (θηλ.ουσ)
razzolio (ουσ αρσ )
razzumaglia (θηλ.ουσ)
re (ουσ αρσ )
reagente (ουσ αρσ )
reagente (επίθ.)
reagire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---