Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


razzìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ratˈtsista]

ο ρατσιστής, η ρατσίστρια

razzìsta  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ratˈtsista]

ρατσιστικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  razzismo razzistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

razzia (θηλ.ουσ)
razziale (επίθ.)
razziare (ρ. μτβ.)
razziatore (ουσ αρσ )
razzismo (ουσ αρσ )
razzista (ουσ αρσ και θηλ.)
razzista (επίθ.)
razzistico (επίθ.)
razzo (ουσ αρσ )
razzolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
razzolata (θηλ.ουσ)
razzolatura (θηλ.ουσ)
razzolio (ουσ αρσ )
razzumaglia (θηλ.ουσ)
re (ουσ αρσ )
reagente (ουσ αρσ )
reagente (επίθ.)
reagire (ρ.αμτβ.)
reale (ουσ αρσ )
reale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---