Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ravviàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ravviˈare]

1 διευθετώ
2 ευπρεπίζω
3 τακτοποιώ
4 νοικοκυρεύω
5 συγυρίζω

ravviarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ravviˈarsi]

1 περιποιούμαι
2 συγυρίζομαι
3 ευπρεπίζομαι
4 τακτοποιούμαι
5 καλλωπίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ravviamento ravviata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ravvalorare (ρ. μτβ.)
ravvedersi (ρ. μ. αμτβ.)
ravvedimento (ουσ αρσ )
ravveduto (επίθ.)
ravviamento (ουσ αρσ )
ravviare (ρ. μτβ.)
ravviarsi (ρ.μ. (αντων.))
ravviata (θηλ.ουσ)
ravvicinamento (ουσ αρσ )
ravvicinare (ρ. μτβ.)
ravvicinarsi (ρ.μ. (αντων.))
ravviluppare (ρ. μτβ.)
ravvilupparsi (ρ.μ. (αντων.))
ravvisabile (επίθ.)
ravvisare (ρ. μτβ.)
ravvivamento (ουσ αρσ )
ravvivante (επίθ.)
ravvivare (ρ. μτβ.)
ravvivarsi (ρ.μ. (αντων.))
ravvivatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---