Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ravviluppàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ravvilupˈpare]

1 περιτυλίγω
2 κουβαριάζω
3 περιελίσσω
4 περικαλύπτω
5 περικλείω
6 εξαπατώ
7 περιβάλλω
8 τυλίγω
9 κουλουριάζω

ravvilupparsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ravvilupˈparsi]

1 τυλίγομαι
2 κουλουριάζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ravvicinarsi ravvisabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ravviarsi (ρ.μ. (αντων.))
ravviata (θηλ.ουσ)
ravvicinamento (ουσ αρσ )
ravvicinare (ρ. μτβ.)
ravvicinarsi (ρ.μ. (αντων.))
ravviluppare (ρ. μτβ.)
ravvilupparsi (ρ.μ. (αντων.))
ravvisabile (επίθ.)
ravvisare (ρ. μτβ.)
ravvivamento (ουσ αρσ )
ravvivante (επίθ.)
ravvivare (ρ. μτβ.)
ravvivarsi (ρ.μ. (αντων.))
ravvivatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ravvolgere (ρ. μτβ.)
ravvolgersi (ρ.μ. (αντων.))
ravvolgimento (ουσ αρσ )
ravvolto (επίθ.)
ravvoltolare (ρ. μτβ.)
ravvoltolarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---