Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ravviaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ravviaˈmento]

1 συγύρισμα
2 τακτοποίηση
3 περιποίηση
4 στρώσιμο
5 νοικοκύρεμα
6 ομαλισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ravveduto ravviare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ravizzone (ουσ αρσ )
ravvalorare (ρ. μτβ.)
ravvedersi (ρ. μ. αμτβ.)
ravvedimento (ουσ αρσ )
ravveduto (επίθ.)
ravviamento (ουσ αρσ )
ravviare (ρ. μτβ.)
ravviarsi (ρ.μ. (αντων.))
ravviata (θηλ.ουσ)
ravvicinamento (ουσ αρσ )
ravvicinare (ρ. μτβ.)
ravvicinarsi (ρ.μ. (αντων.))
ravviluppare (ρ. μτβ.)
ravvilupparsi (ρ.μ. (αντων.))
ravvisabile (επίθ.)
ravvisare (ρ. μτβ.)
ravvivamento (ουσ αρσ )
ravvivante (επίθ.)
ravvivare (ρ. μτβ.)
ravvivarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---