ItalianoGreco


rattristàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rattrisˈtare]

1 δυσαρεστώ
2 πικροκαρδίζω
3 στενοχωρώ
4 βαρυκαρδίζω
5 λυπώ
6 κακοκαρδίζω
7 θλίβω

rattristarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rattrisˈtarsi]

1 στενοχωρούμαι
2 δυσαρεστούμαι
3 λυπούμαι
4 θλίβομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---