Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rattrappiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rattrappiˈmento]

1 συστολή
2 μούδιασμα
3 σύσπαση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rattoppo rattrappire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ratto (επίρ.)
rattoppare (ρ. μτβ.)
rattoppato (επίθ.)
rattoppatura (θηλ.ουσ)
rattoppo (ουσ αρσ )
rattrappimento (ουσ αρσ )
rattrappire (ρ. μτβ.)
rattrappirsi (ρ. μ. αμτβ.)
rattrappito (επίθ.)
rattristante (επίθ.)
rattristare (ρ. μτβ.)
rattristarsi (ρ.μ. (αντων.))
rattristato (επίθ.)
raucamente (επίρ.)
raucedine (θηλ.ουσ)
rauco (επίθ.)
ravanello (ουσ αρσ )
ravennate (ουσ αρσ )
ravennate (επίθ.)
raviolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---