Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


raucaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [rawkaˈmente]

βραχνιασμένα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rattristato raucedine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rattrappito (επίθ.)
rattristante (επίθ.)
rattristare (ρ. μτβ.)
rattristarsi (ρ.μ. (αντων.))
rattristato (επίθ.)
raucamente (επίρ.)
raucedine (θηλ.ουσ)
rauco (επίθ.)
ravanello (ουσ αρσ )
ravennate (ουσ αρσ )
ravennate (επίθ.)
raviolo (ουσ αρσ )
ravizzone (ουσ αρσ )
ravvalorare (ρ. μτβ.)
ravvedersi (ρ. μ. αμτβ.)
ravvedimento (ουσ αρσ )
ravveduto (επίθ.)
ravviamento (ουσ αρσ )
ravviare (ρ. μτβ.)
ravviarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---