Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rattrappìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rattrapˈpire]

1 συσπώ
2 ναρκώνω
3 μουδιάζω

rattrappìrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rattrapˈpirsi]

1 μουδιάζω
2 ξυλιάζω
3 μυρμηκιώ
4 μυρμηγκιάζω
5 πιάνομαι
6 παθαίνω αγκύλωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rattrappimento rattrappito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rattoppare (ρ. μτβ.)
rattoppato (επίθ.)
rattoppatura (θηλ.ουσ)
rattoppo (ουσ αρσ )
rattrappimento (ουσ αρσ )
rattrappire (ρ. μτβ.)
rattrappirsi (ρ. μ. αμτβ.)
rattrappito (επίθ.)
rattristante (επίθ.)
rattristare (ρ. μτβ.)
rattristarsi (ρ.μ. (αντων.))
rattristato (επίθ.)
raucamente (επίρ.)
raucedine (θηλ.ουσ)
rauco (επίθ.)
ravanello (ουσ αρσ )
ravennate (ουσ αρσ )
ravennate (επίθ.)
raviolo (ουσ αρσ )
ravizzone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---