Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrattoppatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [rattoppaˈtura] 1 επισκευή 2 μπάλωμα 3 προσπάθεια για πρόχειρη κάλυψη αναγκών ή ατελειών 4 επιδιόρθωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |