Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rattizzàre
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rattitˈtsare]

1 συδαυλίζω
2 μοχλεύω
3 αναμοχλεύω
4 υποκινώ
5 προκαλώ
6 τσιγκλώ
7 ερεθίζω
8 συνδαυλίζω
9 παρακινώ
10 παροξύνω πάθη
11 αναρριπίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rattezza ratto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ratiti (ουσ αρσ πληθ.)
rato (επίθ.)
rattenere (ρ. μτβ.)
rattenersi (ρ. μ. αμτβ.)
rattezza (θηλ.ουσ)
rattizzare (ρ. μτβ.)
ratto (ουσ αρσ )
ratto (επίθ.)
ratto (επίρ.)
rattoppare (ρ. μτβ.)
rattoppato (επίθ.)
rattoppatura (θηλ.ουσ)
rattoppo (ουσ αρσ )
rattrappimento (ουσ αρσ )
rattrappire (ρ. μτβ.)
rattrappirsi (ρ. μ. αμτβ.)
rattrappito (επίθ.)
rattristante (επίθ.)
rattristare (ρ. μτβ.)
rattristarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---