Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rattenére  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ratteˈnere]

1 εμποδίζω
2 βαστώ
3 χαλιναγωγώ
4 καταστέλλω
5 σταματώ
6 συγκρατώ
7 κατακρατώ
8 αναχαιτίζω
9 κρατώ

rattenérsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ratteˈnersi]

συγκρατούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rato rattezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ratinatrice (θηλ.ουσ)
ratinatura (θηλ.ουσ)
ratiné (αρσ. επίθ και ουσ)
ratiti (ουσ αρσ πληθ.)
rato (επίθ.)
rattenere (ρ. μτβ.)
rattenersi (ρ. μ. αμτβ.)
rattezza (θηλ.ουσ)
rattizzare (ρ. μτβ.)
ratto (ουσ αρσ )
ratto (επίθ.)
ratto (επίρ.)
rattoppare (ρ. μτβ.)
rattoppato (επίθ.)
rattoppatura (θηλ.ουσ)
rattoppo (ουσ αρσ )
rattrappimento (ουσ αρσ )
rattrappire (ρ. μτβ.)
rattrappirsi (ρ. μ. αμτβ.)
rattrappito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---