Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rateometro
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rateˈɔmetro]

1 όργανο μέτρησης δόσης ακτινοβολίας
2 δοσίμετρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rateo ratifica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ratealmente (επίρ.)
rateare (ρ. μτβ.)
rateazione (θηλ.ουσ)
ratele (ουσ αρσ )
rateo (ουσ αρσ )
rateometro (ουσ αρσ )
ratifica (θηλ.ουσ)
ratificare (ρ. μτβ.)
ratificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ratinare (ρ. μτβ.)
ratinatrice (θηλ.ουσ)
ratinatura (θηλ.ουσ)
ratiné (αρσ. επίθ και ουσ)
ratiti (ουσ αρσ πληθ.)
rato (επίθ.)
rattenere (ρ. μτβ.)
rattenersi (ρ. μ. αμτβ.)
rattezza (θηλ.ουσ)
rattizzare (ρ. μτβ.)
ratto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---