Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ratìfica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [raˈtifika]

1 έγκριση
2 καθιέρωση
3 επικύρωση
4 επισφράγιση
5 επισημοποίηση
6 επιδοκιμασία
7 επιβεβαίωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rateometro ratificare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rateare (ρ. μτβ.)
rateazione (θηλ.ουσ)
ratele (ουσ αρσ )
rateo (ουσ αρσ )
rateometro (ουσ αρσ )
ratifica (θηλ.ουσ)
ratificare (ρ. μτβ.)
ratificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ratinare (ρ. μτβ.)
ratinatrice (θηλ.ουσ)
ratinatura (θηλ.ουσ)
ratiné (αρσ. επίθ και ουσ)
ratiti (ουσ αρσ πληθ.)
rato (επίθ.)
rattenere (ρ. μτβ.)
rattenersi (ρ. μ. αμτβ.)
rattezza (θηλ.ουσ)
rattizzare (ρ. μτβ.)
ratto (ουσ αρσ )
ratto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---