Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ràta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrata]

η δόση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rasura ratafià  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


pagare a rate = πληρώνω με δόσεις


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rastrello (ουσ αρσ )
rastremare (ρ. μτβ.)
rastremato (επίθ.)
rastremazione (θηλ.ουσ)
rasura (θηλ.ουσ)
rata (θηλ.ουσ)
ratafià (ουσ αρσ )
rateale (επίθ.)
ratealista (ουσ αρσ και θηλ.)
ratealmente (επίρ.)
rateare (ρ. μτβ.)
rateazione (θηλ.ουσ)
ratele (ουσ αρσ )
rateo (ουσ αρσ )
rateometro (ουσ αρσ )
ratifica (θηλ.ουσ)
ratificare (ρ. μτβ.)
ratificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ratinare (ρ. μτβ.)
ratinatrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---