Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rassottigliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rassottiʎˈʎare]

1 οξύνω
2 τροχίζω
3 μυτίζω
4 κάνω κάτι αιχμηρό
5 ακονίζω

rassottigliàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rassottiʎˈʎarsi]

1 λιγνεύω
2 αδυνατίζω
3 χάνω βάρος
4 λεπταίνω
5 ισχνεύω
6 ισχναίνω
7 αχαμναίνω
8 απισχναίνομαι
9 λιανεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rassomigliarsi rastrellamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rassodato (επίθ.)
rassomigliante (επίθ.)
rassomiglianza (θηλ.ουσ)
rassomigliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rassomigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
rassottigliare (ρ. μτβ.)
rassottigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rastrellamento (ουσ αρσ )
rastrellare (ρ. μτβ.)
rastrellata (θηλ.ουσ)
rastrelliera (θηλ.ουσ)
rastrello (ουσ αρσ )
rastremare (ρ. μτβ.)
rastremato (επίθ.)
rastremazione (θηλ.ουσ)
rasura (θηλ.ουσ)
rata (θηλ.ουσ)
ratafià (ουσ αρσ )
rateale (επίθ.)
ratealista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---