Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrassicuràto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [rassikuˈrato] 1 έχων αυτοπεποίθηση 2 υπερβέβαιος 3 σίγουρος 4 επαναβεβαιωμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |