Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rasserenàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rassereˈnare]

1 ιλαρύνομαι
2 λαμπρύνομαι
3 φαιδρύνομαι
4 χαροποιούμαι
5 ανοίγω (για καιρό)
6 ευφραίνομαι
7 καλοκαρδίζομαι

rasserenàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rassereˈnare]

1 ξαλεγράρω
2 ενσταλάζω χαρά και κουράγιο
3 καθαρίζω (για ουρανό)
4 χαροποιώ
5 ευθυμώ
6 κάνω χαρούμενο ή ευτυχισμένο
7 αλεγράρω

rasserenarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rassereˈnarsi]

1 χαροποιούμαι
2 ευφραίνομαι
3 καλοκαρδίζομαι
4 ιλαρύνομαι
5 λαμπρύνομαι
6 ανοίγω (για καιρό)
7 φαιδρύνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rasserenante rasserenato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rassegnatamente (επίρ.)
rassegnato (επίθ.)
rassegnazione (θηλ.ουσ)
rasserenamento (ουσ αρσ )
rasserenante (επίθ.)
rasserenare (ρ.αμτβ.)
rasserenare (ρ. μτβ.)
rasserenarsi (ρ.μ. (αντων.))
rasserenato (επίθ.)
rassettamento (ουσ αρσ )
rassettare (ρ. μτβ.)
rassettarsi (ρ.μ. (αντων.))
rassettatura (θηλ.ουσ)
rassicurante (επίθ.)
rassicurare (ρ. μτβ.)
rassicurarsi (ρ.μ. (αντων.))
rassicurato (επίθ.)
rassicurazione (θηλ.ουσ)
rassodamento (ουσ αρσ )
rassodante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---