Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


premitùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [premiˈtura]

1 πλάκωμα
2 πίεση
3 συμπίεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  premito premolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

preminenza (θηλ.ουσ)
premio (αρσ. επίθ και ουσ)
premistoffa (ουσ αρσ )
premistoppa (ουσ αρσ )
premito (ουσ αρσ )
premitura (θηλ.ουσ)
premolare (αρσ. επίθ και ουσ)
premonitore (ουσ αρσ )
premonitore (επίθ.)
premonitorio (επίθ.)
premonizione (θηλ.ουσ)
premorienza (θηλ.ουσ)
premorire (ρ.αμτβ.)
premunire (ρ. μτβ.)
premunirsi (ρ.μ. (αντων.))
premunizione (θηλ.ουσ)
premura (θηλ.ουσ)
premurare (ρ. μτβ.)
premurarsi (ρ. μ. αμτβ.)
premurosamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---