Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


premonitóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [premoniˈtore]

1 μαντατοφόρος
2 πρόδρομος
3 προάγγελος

premonitóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [premoniˈtore]

1 προαναγγέλλων
2 προειδοποιητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  premolare premonitorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

premistoffa (ουσ αρσ )
premistoppa (ουσ αρσ )
premito (ουσ αρσ )
premitura (θηλ.ουσ)
premolare (αρσ. επίθ και ουσ)
premonitore (ουσ αρσ )
premonitore (επίθ.)
premonitorio (επίθ.)
premonizione (θηλ.ουσ)
premorienza (θηλ.ουσ)
premorire (ρ.αμτβ.)
premunire (ρ. μτβ.)
premunirsi (ρ.μ. (αντων.))
premunizione (θηλ.ουσ)
premura (θηλ.ουσ)
premurare (ρ. μτβ.)
premurarsi (ρ. μ. αμτβ.)
premurosamente (επίρ.)
premurosità (θηλ.ουσ)
premuroso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---