Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpremùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [preˈmura] 1 (fretta) η βιασύνη 2 (attenzioni) οι φροντίδες (f.) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |