Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prendìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [prenˈdibile]

1 εύληπτος
2 που μπορείς να το πάρεις
3 κατανοητός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prendersi prendisole  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prenatalizio (επίθ.)
prendere (ρ.αμτβ.)
prendere (ρ. μτβ.)
prendersi (ρ.μ. (αντων.))
prendersela (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
prendibile (επίθ.)
prendisole (ουσ αρσ )
prenditore (ουσ αρσ )
prenome (ουσ αρσ )
prenominato (επίθ.)
prenotare (ρ. μτβ.)
prenotarsi (ρ.μ. (αντων.))
prenotazione (θηλ.ουσ)
prenozione (θηλ.ουσ)
prensile (επίθ.)
prensione (θηλ.ουσ)
preoccupante (επίθ.)
preoccupare (ρ. μτβ.)
preoccuparsi (ρ.μ. (αντων.))
preoccupato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---