Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprenotazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [prenotatˈtsjone] 1 η προσημείωση, η δήλωση 2 (di posto) η κράτηση θέσεως permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |