Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


preordinazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [preordinatˈtsjone]

1 προορισμός
2 καθορισμός εκ των προτέρων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  preordinare preparare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

preoccupato (επίθ.)
preoccupazione (θηλ.ουσ)
preolimpionico (επίθ.)
preordinamento (ουσ αρσ )
preordinare (ρ. μτβ.)
preordinazione (θηλ.ουσ)
preparare (ρ. μτβ.)
prepararsi (ρ.μ. (αντων.))
preparativo (αρσ. επίθ και ουσ)
preparato (αρσ. επίθ και ουσ)
preparatore (αρσ. επίθ και ουσ)
preparatorio (επίθ.)
preparazione (θηλ.ουσ)
prepensionamento (ουσ αρσ )
preponderante (επίθ.)
preponderanza (θηλ.ουσ)
preponderare (ρ.αμτβ.)
preporre (ρ. μτβ.)
prepositivo (επίθ.)
prepositura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---