Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpreordinazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [preordinatˈtsjone] 1 προορισμός 2 καθορισμός εκ των προτέρων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |