Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


preordinàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [preordiˈnare]

1 προορίζω
2 προαποφασίζω
3 ρυθμίζω εκ των προτέρων
4 προκαθορίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  preordinamento preordinazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

preoccuparsi (ρ.μ. (αντων.))
preoccupato (επίθ.)
preoccupazione (θηλ.ουσ)
preolimpionico (επίθ.)
preordinamento (ουσ αρσ )
preordinare (ρ. μτβ.)
preordinazione (θηλ.ουσ)
preparare (ρ. μτβ.)
prepararsi (ρ.μ. (αντων.))
preparativo (αρσ. επίθ και ουσ)
preparato (αρσ. επίθ και ουσ)
preparatore (αρσ. επίθ και ουσ)
preparatorio (επίθ.)
preparazione (θηλ.ουσ)
prepensionamento (ουσ αρσ )
preponderante (επίθ.)
preponderanza (θηλ.ουσ)
preponderare (ρ.αμτβ.)
preporre (ρ. μτβ.)
prepositivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---