Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


preoccupàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [preokkuˈpare]

1 κάνω κάποιον να ανησυχεί
2 σκοτίζω
3 εκνευρίζω
4 εξοργίζω
5 βασανίζω (πρόβλημα)
6 ενοχλώ
7 παρενοχλώ

preoccuparsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [preokkuˈparsi]

ανησυχώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  preoccupante preoccupato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prenotazione (θηλ.ουσ)
prenozione (θηλ.ουσ)
prensile (επίθ.)
prensione (θηλ.ουσ)
preoccupante (επίθ.)
preoccupare (ρ. μτβ.)
preoccuparsi (ρ.μ. (αντων.))
preoccupato (επίθ.)
preoccupazione (θηλ.ουσ)
preolimpionico (επίθ.)
preordinamento (ουσ αρσ )
preordinare (ρ. μτβ.)
preordinazione (θηλ.ουσ)
preparare (ρ. μτβ.)
prepararsi (ρ.μ. (αντων.))
preparativo (αρσ. επίθ και ουσ)
preparato (αρσ. επίθ και ουσ)
preparatore (αρσ. επίθ και ουσ)
preparatorio (επίθ.)
preparazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---